- περσινός
- η , ό прошлогодний;
§ περσινά ξινά σταφύλια — погов, вспомнил прошлогодний снег!
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ περσινά ξινά σταφύλια — погов, вспомнил прошлогодний снег!
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περσινός — ή, ό ο του περασμένου χρόνου: Η περσινή σοδειά ήταν καλύτερη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… … Dictionary of Greek
περυσινός — και περσυνός, ή, ό / περυσινός και περσυνός, ή, όν, ΝΜΑ, και περσινός, ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο προηγούμενο έτος, στη χρονιά που πέρασε νεοελλ. φρ. «περσινά ξινά σταφύλια» ασήμαντο, ξεχασμένο θέμα που επανέρχεται στη συζήτηση.… … Dictionary of Greek
Καρβέλης, Τάκης — (Αιτωλικό 1925 –). Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης. Σταδιοδρόμησε ως εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (καθηγητής, γυμνασιάρχης,… … Dictionary of Greek